ἠγγυημένος

ἠγγυημένος
ἐγγυάω
give
perf part mp masc nom sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ηγγυημένος — και εγγυημένος, η, ο (μτχ. παθ. παρακμ. τού εγγυώμαι) (για εργασία ή πράγμα, εμπόρευμα κ.λπ.) με ασφάλεια, με θετικότητα, με βεβαιότητα καλός, καλής ποιότητας (α. «εγγυημένη ποιότητα, εργασία» κ.λπ. β. «εγγυημένο μηχάνημα, προϊόν» κ.λπ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”